- εκτυφλώνω
- εκτύφλωσα, εκτυφλώθηκα, εκτυφλωμένος, μτβ.1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, αποστραβώνω.2. μτφ., συσκοτίζω το νου κάποιου, τον κάνω να σαστίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.